τεχνουργός — industrial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργός — ο 1. τεχνίτης, μάστορας. 2. αριστοτέχνης, καλλιτέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνουργόν — τεχνουργός industrial masc/fem acc sg τεχνουργός industrial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργοί — τεχνουργός industrial masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργοῦ — τεχνουργός industrial masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργούς — τεχνουργός industrial masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργῶν — τεχνουργός industrial masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
λεπτοτεχνουργία — λεπτοτεχνουργία, ἡ (Μ) περίτεχνη επεξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνουργία (< τεχνουργός) … Dictionary of Greek
πυροτεχνουργός — ο, Ν (χημ. τεχνολ. στρ.) α) ειδικευμένος τεχνίτης τής χημικής βιομηχανίας που ασχολείται με την παρασκευή, συντήρηση και χρησιμοποίηση πυροτεχνικών σκευασμάτων, ενώ στη βιομηχανία πυρομαχικών ο ίδιος τεχνίτης φροντίζει για τη γόμωση τών βλημάτων… … Dictionary of Greek